ἄδρομος

ἄδρομος
ἄδρομος, ον,
A that will not gallop,

ἵπποι Hippiatr.105

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άδρομος — η, ο (Α ἄδρομος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει δρόμους ή έχει ανεπαρκείς και σε κακή κατάσταση δρόμους («άδρομο φαράγγι») 2. άτοπος, άπρεπος αρχ. (για άλογα) αυτός που δεν καλπάζει, που δεν τρέχει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δρόμος.… …   Dictionary of Greek

  • ἄδρομοι — ἄδρομος that will not gallop masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδρομία — η [άδρομος] 1. (κυριολεκτικά) η έλλειψη δρόμων ή συγκοινωνίας 2. αστοχία στα λόγια, απρέπεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”